- μεγαλόθυμος
- η , ο [ος , ον ] см. μεγάθυμος
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεγαλόθυμος — η, ο (Α μεγαλόθυμος, ον) μεγάθυμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + θυμός (πρβλ. μεγά θυμος)] … Dictionary of Greek
μεγαλόθυμος — μεγαλόθῡμος , μεγαλόθυμος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοθύμων — μεγαλοθύμων, ον (Α) μεγαλόθυμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μεγαλόθυμος] … Dictionary of Greek
μεγαλόθυμον — μεγαλόθῡμον , μεγαλόθυμος masc/fem acc sg μεγαλόθῡμον , μεγαλόθυμος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
великодоушевьныи — (1*) пр. То же, что великодоушьныи: не прогнѣвасѩ. пакы смотрѩ аще кто крътъкъ ||=коупно и великод҃шевенъ боудеть. ˫ако же оубо ˫аростию ˫аритисѩ на грѣхъ. кротость же къ чл҃вкомъ имѣти. (μεγαλόϑυμος) КР 1284, 195б в … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek
μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… … Dictionary of Greek
μεγαλοθύμου — μεγαλοθύ̱μου , μεγαλόθυμος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοθύμους — μεγαλοθύ̱μους , μεγαλόθυμος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοθύμων — μεγαλοθύ̱μων , μεγαλόθυμος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοθύμῳ — μεγαλοθύ̱μῳ , μεγαλόθυμος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)